- αγγελιάζω
- [αγγελίζω]1. τρομάζω κάποιον2. εξασθενώ, αδυνατίζω3. (μέσο) βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ξεψυχώ, ψυχοπαραδίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελιάζω — αγγέλιασα 1. τρομάζω: Πρόσεχε μην αγγελιάσεις το μωρό. 2. αδυνατίζω πολύ: Από τη νηστεία αγγέλιασε· (μέσ.) ομαι ψυχομαχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγέλιασμα — Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και… … Dictionary of Greek